-
1 καθομιλεω
1) склонять на свою сторону (беседами), стараться расположить к себе(τοὺς γνωρίμους Arst.; καθομιληθεὴς ταῖς χάρισί τινος Diod.)
2) (тж. κ. ἑαυτόν Plut.) снискивать расположение, приспособляться(τῷ πλήθει Diod.)
3) (только pass.) распространять, делать всеобщимκαθωμιλημένη δόξα Polyb. — общепринятое мнение
См. также в других словарях:
καθομιλώ — (Α καθομιλῶ, έω) νεοελλ. (μόνον ο τ. τού θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) η καθομιλουμένη η γλώσσα που χρησιμοποιεί στην ομιλία του ο λαός, η δημοτική, σε αντίθ. προς την καθαρεύουσα αρχ. 1. προσελκύω κάποιον, κερδίζω κάποιον με την καθημερινή… … Dictionary of Greek